- λιβανομαντ(ε)ία
- ηείδος μαντείας που γίνεται με παρακολούθηση τής διεύθυνσης ή τών σχημάτων τού καπνού που βγαίνει από καιγόμενο λιβάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιβανομαντία < λιβανομάντης. Ο τ. λιβανομαντεία < λίβανος + μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. αστρο-μαντεία, πυρο-μαντεία].
Dictionary of Greek. 2013.